- μεταχάζομαι
- μεταχάζομαι,A shrink from, c. gen.,
μεταχάσσεαι ἀμήτοιο A.R.3.436
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταχάσσεαι ἀμήτοιο A.R.3.436
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταχάζομαι — (Α) οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»] … Dictionary of Greek
μεταχάσσεαι — μεταχάζομαι shrink from aor subj mp 2nd sg (epic) μεταχάζομαι shrink from fut ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)